σπειροδρακοντόζωνος

σπειροδρακοντόζωνος
-ον, Α
ζωσμένος με σπείρες δράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + δράκων, -οντος + ζώνη (πρβλ. πυρι-δρακοντό-ζωνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπειροδρακοντόζωνον — σπειροδρακοντόζωνος girt with coils of snakes masc/fem acc sg σπειροδρακοντόζωνος girt with coils of snakes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”